κόλλαβος

κόλλαβος
ο муз. колок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κόλλαβος" в других словарях:

  • κόλλαβος — cake masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλαβος — ο (Α κόλλαβος) κλειδί ή στριφτάρι με το οποίο κουρδίζονται οι χορδές τών έγχορδων μουσικών οργάνων αρχ. είδος πίτας ή ψωμιού («ἐπείσφερε τοὺς ἀμύλους καὶ τοὺς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τὰς κολλάβους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής… …   Dictionary of Greek

  • κολλάβοις — κόλλαβος cake masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάβου — κόλλαβος cake masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάβους — κόλλαβος cake masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάβων — κόλλαβος cake masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάβῳ — κόλλαβος cake masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλαβοι — κόλλαβος cake masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλαβον — κόλλαβος cake masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • колоб — шар, колобок, моток, круглый хлеб , арханг., вологодск., нижегор., псковск., тверск.; колобуха галушка, увалень , сюда же колобан толстая лепешка , тверск. околобеть сжаться , сколобить сжать комом , укр. колобок. Надежные сопоставления… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Колобок — в Донецком парке кованых фигур Вселенная сказка «Колобок» …   Википедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»